- Τραγία
- Τραγίᾱ , Τραγίηfem nom/voc/acc dualΤραγίᾱ , Τραγίηfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τραγίᾳ — Τραγίᾱͅ , Τραγίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγία — η, Ν βοτ. τροπικό φυτό τής οικογένειας ευφορβιίδες … Dictionary of Greek
Τραγίας — Τραγίᾱς , Τραγίη fem acc pl Τραγίᾱς , Τραγίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТРАГИЯ — • Tragĭa, Τραγία, Τραγίαι, Τραγαι̃αι, остров близ Самоса; там Перикл в 440 г. одержал морскую победу над самосцами. Thuc. 1, 116. Plut. Per. 25 … Реальный словарь классических древностей
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek